Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

μου κόπηκαν

  • 1 κόβω

    (παθ. αόρ. κόπηκα) 1. μετ.
    1) резать, разрезать; рассекать; срезать, отрезать, обрезать; 2) прям., перен. рвать, разрывать;

    κόβω τίς σχέσεις — разрывать отношения;

    3) рвать, срывать (цветы, фрукты);
    4) урезать, сокращать, уменьшать; δεν έκοψε οδτε λεπτό он не сделал скидки ни на одну лепту; 5) обрезать, порезать, поранить; 6) стричь (волосы, ногти);

    κόβ τα μαλλιά μου — стричься;

    7) кроить (одежду, обувь);
    8) рубить (лес); 9) чеканить (монету); 10) молоть, размалывать (кофе и т. п.); 11) бросить, прекращать (курение и т. п.); 12) прекращать подачу (воды, газа и т. п.), перекрывать (воду, газ и т. п.); отрезать (свет); 13) назначать (сумму);

    κόβ τιμή — назначать, определять цену;

    14) отнимать, отбивать (охоту к чему-л.);

    κόβ την όρεξη — отбивать аппетит;

    κόβω την δίψα — утолять жажду;

    15) резать, причинять боль; жать (о ботинках и т. п.);

    τό σχοινί μού κόβει τα δάχτυλα — верёвка режет пальцы;

    16) απρόσ.:

    τί σε κόβει; — какое тебе дело?;

    αυτό με κόβει πολύ — это меня очень интересует;

    πόσο κόβει αυτό; — сколько это стоит?;

    § κόβω καρφιά — дрожать от холода;

    κόβω χρήματα ( — или παράδες) — много зарабатывать;

    κόβω δρόμο — а) срезать путь;

    б) покрывать большое расстояние; много ходить;

    κόβω δεξιά (αριστερά) — поворачивать вправо (влево);

    κόβω πολλές ψευτιές — много врать;

    κόβω καί ράβω — а) самовольничать, делать всё, что заблагорассудится; — б) много болтать;

    του κόψανε χίλιες δραχμές μισθό ему назначили жалованье тысячу драхм;

    αυτή η δουλειά κόβει γόνατα — эта работа валит с ног;

    εδώ μας έκοψε το κρύο здесь нас насквозь пронизал холод;
    μου κοψες το αίμα (или τη χολή) ты меня здорово напугал; με κόψανε στα χαρτιά маня обставили в карты; 2. αμετ. резать, быть годным для рёзанья;

    δεν κόβει το μαχαίρι — нож не режет;

    § κόβει το μυαλό ( — или τό κεφάλι) του — он хорошо соображает, голова у него хорошо работает;

    κόβει η γλώσσα του — у него язык хорошо подвешен;

    έκοψε το γάλα молоко свернулось;
    έκοψε το κρασί вино прокисло; τό χρώμα έκοψε краска вылиняла; έκοψε το κρύο (ο αέρας) холод (ветер) спал; κόφτο! прекрати!; κόφτο από δώ уходи отсюда, убирайся, проваливай;

    κόβομαι

    1) — надрываться, стараться изо всех сил;

    κόβομαι όλη την ημέρα στα τρεξίματα — быть целый день в бегах;

    2) важничать, надуваться;
    3) успокаиваться, стихать (о ветре, буре); κόπηκε ο άνεμος ветер стих; 4) ухаживать (за женщиной); интересоваться (женщинами); 5) обрезаться, порезаться; κόπηκα στο ξύρισμα я брился и порезался; 6) прекращаться, истощаться, иссякать; κόπηκε η αναπνοή μου у меня перехватило дыхание; κόπηκε η φωνή μου у меня пропал голос; κόπηκε η όδρεξή μου у меня пропал аппетит; κόπηκαν τα πόδια μου или μου κόπηκαν τα πόδια у меня отнялись ноги, я без ног (от усталости); 7) сокращаться, уменьшаться; μου κόπηκε ο πυρετός температура у меня понизилась; 8) рваться, лопаться; § μου κόπηκαν τα ήπατα а) я здорово испугался; б) мой силы иссякли; μου κόπηκαν τα γόνατα ноги у меня подкосились; κόπηκα στα εξοδα я понёс большие расходы

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κόβω

  • 2 πόδι

    τό
    1) нога;

    τρέμουν τα πόδια μου — у меня ноги подкашиваются;

    δεν στέκεται στα πόδία του — он на ногах не стоит;

    2) лапа (животного], лапка, ножка (насекомого и т, п.);
    3) ножка (мебели); 4) фут (мера длины);

    § παίρνω πόδι — уходить, увольняться;

    δίνω πόδι — прогонять, выгонять;

    πατώ πόδι — требовать, настаивать;

    τό βάζω στα πόδία — бежать со всех ног, без оглядки, уносить ноги;

    μου κόπηκαν τα πόδία μου — быть без ног (от усталости);

    είμαι με το 'ένα πόδι στον τάφο — стоять одной ногой в могиле;

    δεν θα ξαναπατήσω το πόδι μου εδώ — моей ноги здесь больше не будет;

    με τα πόδία — пешком;

    παρά πόδία! — воен, к ноге!;

    του έβαλα τα δυό του πόδια σ' 2να παπούτσι — он у меня в руках;

    στο πόδι — а) на ногах;

    είμαι στο πόδι από το πρωΐ — я с утра на ногах;

    πέρασα την αρρώστια στο πόδι — я перенёс болезнь на ногах; — б) на ноги;

    μας σήκωσε όλους στο πόδι — он поднял нас всех на ноги; — в) стоя, на ходу;

    τρώγω (πίνω) στο πόδι — я ем (пью) на ходу;

    έλειωσα στα πόδία μου — я валюсь с ног (от усталости);

    я еле ноги волочу (от болезни);

    πέφτω στα πόδία — падать на колени, молить,

    умолять;

    αφήνω στο πόδι μου κάποιον — оставлять вместо себя кого-л.;

    με πόδια και με χέρια — ногами и руками, всеми средствами;

    γράφει με τα πόδια — а) он пишет, как курица лапой; — б) он пишет левой ногой, он бумагу марает (о литераторе)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πόδι

  • 3 γόνα

    (γεν. γονάτου, πΛ. γόνατα) τό колено;

    ως τα γόνατα — по колено;

    μου κόπηκαν ( — или λύθηκαν) τα γόνατα — у меня ноги подкосились (от усталости, страха);

    § ένα γόνα — по колено, очень много;

    έπεσε ένα γόνα χιόνι — снегу выпало по колено;

    τό χιόνι πήγε ( — или έφτασε) ένα γόνα — снегу было по колено;

    τό νερό ανέβηκε ως ένα γόνα — вода поднялась больше чем на полметра;

    τό πανταλόνι έκανέ γόνατα — брюки вытянулись в коленях;

    μου φιλάει τα γόνατα — он мена умоляет;

    τό γλέντι (ο χορός) πήγε γόνα — мы здорово погуляли (потанцевали);

    άν δεν κοπιάσουν γόνατα, καρδιά δε θεραπεύγεται — посл. ≈без труда не вытащишь и рыбку из пруда

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > γόνα

  • 4 ήπαρ

    (-ατός) τό печень;
    § μου κόπηκαν τα ήπατα у меня поджилки затряслись, душа в пятки ушла

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ήπαρ

См. также в других словарях:

  • μελαγχολία — Σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από συνεχή και επίμονη θλίψη, υπερβολική και ανεξήγητη με βάση τους εξωτερικούς παράγοντες, από ελάττωση όλων των ψυχικών λειτουργιών, από αίσθημα ανικανότητας, ανεπάρκειας και ενοχής, από τάση αυτοκαταστροφής που σε… …   Dictionary of Greek

  • νεφρός — ο και νεφρό, το (ΑΜ νεφρός, Μ και νεφρό και νεφρόν, τὸ) βιολ. απεκκριτικό και ωσμωρρυθμιστικό όργανο τών σπονδυλοζώων και ορισμένων ασπονδύλων που διατηρεί την ισορροπία τού νερού και τών αλάτων και απεκκρίνει τα υποπροϊόντα τού μεταβολισμού από… …   Dictionary of Greek

  • γόνατο — Άρθρωση που συνδέει το μηριαίο οστό με την κνήμη. Στην άρθρωση αυτή συμμετέχει και ένα άλλο οστό, η επιγονατίδα, που βρίσκεται μέσα στον τένοντα του τετρακέφαλου μυός. Η κυρτή αρθρική επιφάνεια των μηριαίων κονδύλων εφάπτεται με την ελαφρώς κοίλη …   Dictionary of Greek

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

  • ήπαρ — το το συκώτι· στον πληθ. ήπατα, τα στη φρ., «Μου κόπηκαν τα ήπατα», καταταράχτηκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… …   Dictionary of Greek

  • πόδι — Στον άνθρωπο, είναι το κατώτερο μέρος του κάτω άκρου το οποίο αποτελείται από ένα σκελετό 26 οστών, που ενώνονται μεταξύ τους με μια σειρά αρθρώσεων, από τις οποίες οι σπουδαιότερες από λειτουργική άποψη είναι η αστραγαλοπτερνική άρθρωση, μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… …   Dictionary of Greek

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • λουρί — το (Μ λωρίον) ταινία, συνήθως δερμάτινη, για διάφορες χρήσεις, ιμάντας (α. «κόπηκαν τα λουριά τού αλόγου» β. «το λουρί τής μηχανής χαλάρωσε» γ. «είχε το σκυλί του δεμένο με ένα μακρύ λουρί») νεοελλ. 1. στενό και επίμηκες τμήμα επιφάνειας, λωρίδα… …   Dictionary of Greek

  • γόνατο — το 1. η άρθρωση του ποδιού που συνδέει το μηρό με την κνήμη: Από το πέσιμο άνοιξε μια πληγή στο δεξί του γόνατο. 2. φρ., «Μου λύθηκαν (ή κόπηκαν) τα γόνατα», αισθάνομαι αδυναμία από κούραση ή φόβο· «Γράφτηκε στο γόνατο», πρόχειρα· «Πέφτω στα… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»